Βεδουίνοι

Βεδουίνοι
Νομαδικές ή ημινομαδικές φυλές που ζουν στις έρημους της βόρειας και βορειοανατολικής Αφρικής, της Μέσης Ανατολής και, κυρίως, της Αραβίας (ο όρος από το αραβικό μπατάουι, που σημαίνει κάτοικος της ερήμου που ζει νομαδικά). Είναι μουσουλμάνοι, οργανωμένοι σε πατριαρχικές κοινότητες, με επικεφαλής κάθε κοινότητας έναν σεΐχη. Ζουν κυρίως σε σκηνές (σκηνίτες), ενώ νομαδικούς πόρους ζωής έχουν την κτηνοτροφία, το εμπόριο και, παλαιότερα, τις ληστείες. Μερικοί, όπως εκείνοι της Συρίας και της Αιγύπτου, ασχολούνται με τη γεωργία. Ως λαός, είναι ιπποτικοί και φιλόξενοι, αλλά και σκληροί και δόλιοι όταν έχουν να αντιμετωπίσουν εχθρούς. Διακρίνονται για τα ωραία χαρακτηριστικά τους και την αγάπη τους για τα άλογα και τις καμήλες, που αποτελούν και υπολογίσιμο περιουσιακό στοιχείο. Στην ινδική τέχνη, οι αναπαραστάσεις των θεϊκών μορφών της βεδικής θρησκείας, όπως σε κάθε πολυθεϊστική θρησκεία, διέφεραν ανάλογα με την ιδιότητα της κάθε θεότητας ανά τόπο και χρόνο. Βεδουίνοι με τις καμήλες τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Άραβες — Ομάδα λαών που κατοικούν στην Ασία και την Αφρική, υπάρχουν όμως και μετανάστες και σε άλλες περιοχές του πλανήτη μας. Το όνομα Ά. αποδίδεται σε όλους όσοι έχουν μητρική γλώσσα την αραβική και όχι μόνο, όπως θα μπορούσε να υποτεθεί, στους… …   Dictionary of Greek

  • Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… …   Dictionary of Greek

  • συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… …   Dictionary of Greek

  • Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… …   Dictionary of Greek

  • Κατάρ — Επίσημη ονομασία: Εμιράτο του Κατάρ Έκταση: 11.437 τ. χλμ. Πληθυσμός: 793.341 (2001) Πρωτεύουσα: Ντόχα (285.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Ασίας, στην Αραβική χερσόνησο, στην είσοδο του Περσικού κόλπου. Συνορεύει στα Ν με τη Σαουδική Αραβία… …   Dictionary of Greek

  • ισλαμισμός — Μονοθεϊστική θρησκεία την οποία ίδρυσε ο Μωάμεθ (570 632) κατά το πρώτο μισό του 7ου αι. μ.Χ. Από την ίδια ρίζα παράγεται και η λέξη μουσουλμάνος (μούσλιμ = αυτός που παραδίνεται στο θέλημα του Θεού και κατ’ επέκταση ο οπαδός του ι.). Ο ι.… …   Dictionary of Greek

  • κατοίκια — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

  • κατοικία — Κάθε φυσικό καταφύγιο ή τεχνητό κτίσμα, όπου διαμένει ο άνθρωπος μόνιμα ή προσωρινά. Οι τύποι κ. διαφέρουν ανάλογα με τη γεωγραφική περιοχή και τις ιστορικές περιόδους και εξαρτώνται από πολυάριθμους παράγοντες, σπουδαιότεροι από τους οποίους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”